ὀφιονέας

ὀφιονέας
ὀφιονέᾱς , ὀφιόνεος
of
fem acc pl
ὀφιονέᾱς , ὀφιόνεος
of
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Οφιονέας — Μυθολογικό πρόσωπο, τυφλός μάντης από τη Μεσσηνία. Λέγεται ότι, έπειτα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι του, είδε το φως του αλλά έπειτα από μικρό διάστημα ξανατυφλώθηκε. Ο Ο. προέβλεψε την ήττα των Μεσσηνίων στον πόλεμο με τη Σπάρτη, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ὀφιονέας — Ὀφιονέᾱς , Ὀφιόνευς masc acc pl Ὀφιονέᾱς , Ὀφιονεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”